- λιθοστεγής
- λῐθο-στεγής, ές,A covered with stones, Sch. Lyc.350.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιθοστεγής — λιθοστεγής, ές (Α) ο στεγασμένος με λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + στεγής (< στέγη < στέγω), πρβλ. ξυλο στεγής, ουρανο στεγής] … Dictionary of Greek
λιθοστεγεῖς — λιθοστεγής covered with stones masc/fem acc pl λιθοστεγής covered with stones masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek